- αποπηδησις
- ἀποπήδησιςἀπο-πήδησις-εως ἥ отскакивание
(συγκρούσεις καὴ ἀποπηδήσεις Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(συγκρούσεις καὴ ἀποπηδήσεις Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αποπήδησις — ἀποπήδησις, η (Α) πήδημα, τίναγμα προς τα πάνω ή πίσω … Dictionary of Greek
ἀποπήδησις — leaping off fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπηδήσει — ἀποπήδησις leaping off fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀποπηδήσεϊ , ἀποπήδησις leaping off fem dat sg (epic) ἀποπήδησις leaping off fem dat sg (attic ionic) ἀποπηδάω leap off aor subj act 3rd sg (attic epic ionic) ἀποπηδάω leap off fut ind mid… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπηδήσεις — ἀποπήδησις leaping off fem nom/voc pl (attic epic) ἀποπήδησις leaping off fem nom/acc pl (attic) ἀποπηδάω leap off aor subj act 2nd sg (attic epic ionic) ἀποπηδάω leap off fut ind act 2nd sg (attic doric ionic aeolic) ἀ̱ποπηδήσεις , ἀποπηδάω leap … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπηδήσῃ — ἀποπηδήσηι , ἀποπήδησις leaping off fem dat sg (epic) ἀποπηδάω leap off aor subj mid 2nd sg (attic ionic) ἀποπηδάω leap off aor subj act 3rd sg (attic ionic) ἀποπηδάω leap off fut ind mid 2nd sg (attic doric ionic aeolic) ἀ̱ποπηδήσῃ , ἀποπηδάω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)